Μια οικογένεια κρατά ζωντανό ένα από τα από τα πιο παραδοσιακά νούμερα των ελληνικών πανηγυριών.
ροσοχή, προσοχή. Μετά παρέλευσης λίγων λεπτών της ώρας, θα είναι έτοιμο το ακροβατικό συγκρότημα Βερούτη να δώσει την πρώτη του παράσταση για σήμερα. Στο υπερθέαμα του γύρου του θανάτου». Στο πανηγύρι του Αγίου Μάμα στη Χαλκιδική, έχει σουρουπώσει. Έξω από τη σκηνή η οποία καλύπτεται από τρεις εικόνες πιλότων μοτοσικλετών -και στο εσωτερικό της βρίσκεται ένας τεράστιος κύλινδρος, το βαρέλι- τα ντεσιμπέλ ανεβαίνουν μαζί με την αδρεναλίνη. Ο θόρυβος από μία μηχανή που κινείται σε κυλίνδρους στο εξωτερικό της σκηνής, καλύπτει τα πάντα. Είναι η ατραξιόν. Ο αναβάτης αφήνει τα χέρια, μένει στο ένα πόδι. «Και τούτο διότι: είναι η καλυτέρα, είναι η μεγαλυτέρα, είναι η πιο σύγχρονη παράσταση. Ελάτε να δείτε το σάλτο μορτάλε. Ελάτε να παρακολουθήσετε τις κούρσες του θανάτου», ακούγεται από τα μεγάφωνα. Ένα από τα από τα πιο παραδοσιακά νούμερα των ελληνικών πανηγυριών, η κίνηση μοτοσικλετών οριζόντια σε έναν κύλινδρο με τους αναβάτες να οδηγούν χωρίς χέρια και να κάνουν ακροβατικά, αλλά πλέον και η παρόμοια κίνηση αγωνιστικού αυτοκινήτου, ξεκινάει. Οι τολμηροί θεατές πλησιάζουν στο ταμείο, ρωτώντας τους διπλανούς τους εάν είναι έτοιμοι να παρακολουθήσουν την παράσταση.
Ο Σπύρος Βερούτης είναι 36 χρονών. Πατέρας τριών αγοριών, 14, 10 και 6 χρόνων. Ο Βασιλάκης, ο μικρότερος, είναι μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα του, την Κατερίνα. Παίζει σε ένα πλαστικό τραπέζι που βρίσκεται πίσω από το βαρέλι μαζί με μία μικρή νταλίκα, αλλά κάνει με το στόμα του τον θόρυβο μοτοσικλέτας. Αυτόν έμαθε άλλωστε από τότε που γεννήθηκε. Όπως και ο πατέρας του. «Εδώ μέσα γεννήθηκα», λέει στο VICE. Είναι ένας από τους τρεις πιλότους που απεικονίζονται στο εξωτερικό της σκηνής. Δίπλα του στη φωτογραφία ο αδερφός του και παραδίπλα, ο πατέρας θρύλος Γιώργος Βερούτης. «Είναι τα πάντα για μένα, καπετάνιος. Έγινε 62 και ακόμα ανεβαίνει. Εμείς δεν τον αφήνουμε επειδή είχε εκείνο το τροχαίο». Ποιος να το φανταζόταν; Ο άνθρωπος που επί χρόνια έκοβε την ανάσα με τα νούμερά του, παίζοντας ζάρια με τον θάνατο όταν οριζοντιωνόταν πάνω σε μία μηχανή, να τραυματιστεί σε τροχαίο. «Ένα αυτοκίνητο τον χτύπησε στην Κακιά Σκάλα, ευτυχώς είναι καλά αλλά δεν πρέπει να επιβαρύνεται», λέει ο γιος του. Μιλάει για τον πατέρα του και κάνει να βουρκώσει αλλά καταφέρνει και συγκρατείται. Περιγράφει πως η πιο έντονη στιγμή στην παράσταση ήταν «όταν έκανα τον γύρο του θανάτου μαζί του. Δεν μας ζόρισε να το ακολουθήσουμε, είπε σε μένα και τον αδερφό μου άμα θέλετε το κάνετε κι εμείς χωρίς δεύτερη κουβέντα ήμασταν εκεί».
Στο «στεφάνι» του βαρελιού, 5,5 μέτρα ύψος από τον πάτο του, είναι οι κερκίδες και παρά τα συρματόσχοινα, κάποιοι θεατές εμφανίζονται άνετοι και στηρίζονται πάνω τους. Σε εκείνα τα σημεία του βαρελιού διακρίνονται έντονα με μεγάλα γράμματα οι επιγραφές «Καλώς ήρθατε στο θέαμά μας» και «Απαγορεύεται το κάπνισμα εν ώρα ακροβασίας». Οι θεατές περιμένουν και εκείνη την ώρα μία μηχανή μπαίνει στο βαρέλι από ένα πορτάκι, κάνει μία γύρα στην περίμετρο των οκτώ μέτρων και ξαναβγαίνει. Ορισμένοι βγαίνουν έξω και ακούν να καλούνται και άλλοι θεατές. «Ελάτε γρήγορα να παρακολουθήσετε τους ακροβάτες-καμικάζι που πηγαίνουν κόντρα στους νόμους της φύσης. «Σπάιντερμαν τους ονόμασαν Ιταλοί συνάδελφοί τους. Πάμε, πάμε, πάμε».
Στο ταμείο πλησιάζουν και άλλοι που πληρώνουν το εισιτήριο, 4 ευρώ. Στο πανηγύρι, ακριβώς δίπλα έχει στηθεί ένα άλλο τροχόσπιτο όπου δίνονται άλλες παραστάσεις, εικονικής πραγματικότητας. Το βαρέλι όμως έχει την πραγματική δράση. «Ένα τάγμα αυτοκτονίας θα παρελάσει από δίπλα σας. Ελάτε να δείτε τους εραστές του ιλίγγου», ακούγεται από το μικρόφωνο και οι τελευταίοι θεατές ανεβαίνουν τα μεταλλικά σκαλιά για να φτάσουν στις κερκίδες.
Τα δύο πορτάκια κλείνουν και το βαρέλι έχει κλείσει. Στη βάση του είναι σταθμευμένες τρεις μοτοσικλέτες και ένα μικρό αγωνιστικό αυτοκίνητο. Ο Κώστας Κιτσάκης, 39 χρόνων, είναι ο ακροβάτης που συμμετέχει στο νούμερο. Παίρνει το μικρόφωνο και συστήνει τον Σπύρο Βερούτη. Μετά φοράει ο ίδιος το κράνος του, καβαλάει μία μηχανή και ξεκινάει τον γύρο του θανάτου. Κάνει οχτάρια στο βαρέλι και η κίνησή του προϊδεάζει για τη συνέχεια. Ο μοτοσικλετιστής ακροβάτης ολοκληρώνει τον γύρο του θανάτου. Ο Σπύρος Βερούτης καβαλάει μία Norton 500 κυβικών του ’34 και ξεκινάει. Αναπτύσσει ταχύτητα και οριζοντιώνεται στο βαρέλι. Οι θεατές κάνουν ένα βήμα πίσω και πολλοί δαγκώνουν τα χείλη τους. Αφήνει τα χέρια του, ακούγονται κάποια διστακτικά «αχ» από κάποιες γυναίκες. Μία κοπέλα κάνει τον σταυρό της και ψιθυρίζει «Παναγίτσα μου».
Το δεύτερο νούμερο έχει τελειώσει και οι θεατές ξεσπούν σε χειροκροτήματα. Οι ακροβάτες τώρα ανεβαίνουν σε δύο μηχανές. Ο ένας κινείται οριζόντια στο βαρέλι και ο Σπύρος Βερούτης αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα και φτάνει ακριβώς δίπλα του. Ο καπνός από την εξάτμιση φτάνει στους θεατές. Ο Βερούτης έχει φτάσει τον άλλο μοτοσικλετιστή, τον πιάνει με το χέρι από τον ώμο και κινούνται ακριβώς παράλληλα. Οι περισσότεροι έχουν σταματήσει να αναπνέουν. Τον χτυπάει απαλά στο κράνος και χωρίζουν, μέσα στο βαρέλι. Τα χειροκροτήματα είναι πιο έντονα. Και η παράσταση δεν έχει τελειώσει.
Στο πλαστικό τραπεζάκι με τις πλαστικές καρέκλες, μπροστά στο τροχόσπιτο όπου μένει η οικογένεια κάθε φορά που στήνεται το βαρέλι στα πανηγύρια, ο Σπύρος Βερούτης θυμάται: «Ξεκίνησα από τα 9 μου, με ποδήλατο. Έτσι έδωσα την πρώτη μου παράσταση στο πανηγύρι στη Λαμία. Στη μηχανή ανέβηκα στα 12, επαγγελματικά, έκανα τον γύρο του θανάτου», τονίζει. «Είμαι γέννημα θρέμμα του γύρου του θανάτου», αυτοσυστήνεται. «Κυλάει στο αίμα μου αυτός ο θόρυβος, τα καυσαέρια, οι γύρες, η ζάλη».
Ο Σπύρος Βερούτης είναι πλέον ο μοναδικός αναβάτης μοτοσικλέτας που κάνει τον γύρο του θανάτου. «Για μένα αυτό το βαρέλι είναι το σπίτι μου. Παλιότερα κοιμόμουν μέσα, δεν μπορώ αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Εκεί μέσα αισθάνομαι ελευθερία», αναφέρει. Επαναλαμβάνει πως γι’ αυτόν ο γύρος του θανάτου δεν είναι επάγγελμα. «Είναι χόμπι, καψούρα, είναι αυτό που ξεδίνω, η ζωή μου η ίδια». Ο πατέρας του έχει περιορίσει τις παραστάσεις και ο αδερφός του δεν προλαβαίνει με τη δουλειά του στην Αθήνα. Του ζητάμε να μας μεταφέρει τι σκέφτεται όταν ξεκινάει να παίζει με τον θάνατο. «Πρέπει να είσαι συγκρατημένος, να έχεις καθαρό μυαλό, να είσαι ήρεμος. Στο βαρέλι όταν μπαίνεις πρέπει να μηδενίσεις και μετά να ξεκινήσεις. Δεν πρέπει να αφήσεις να σου ξεφύγουν οι παλμοί της καρδιάς».
Ξεκαθαρίζει πως πάντα φοβάται, σε κάθε παράσταση, σε κάθε κίνηση της μηχανής στο βαρέλι. «Αν δεν φοβάσαι, δεν μπορείς να το κάνεις. Πάντα φοβάμαι, αυτό είναι που με κρατάει, έτσι γίνεσαι καλύτερος, είναι η εγκράτεια του μυαλού σου». Θυμάται πως ο ίδιος έχει πέσει στο βαρέλι και χτύπησε και δείχνει να θυμώνει με τον εαυτό του. «Είχα κάνει κάτι αντιεπαγγελματικό, ήμουν 14 χρόνων. Είχαν πάρει τα μυαλά μου αέρα, ήταν τα κοριτσάκια και πήγε το μυαλό μου αλέ. Μετά την κατάλαβα. Έφυγαν και τα κοριτσάκια και όλα».
Πίσω στο βαρέλι, η παράσταση φτάνει στην κορύφωσή της. Ο Σπύρος Βερούτης ετοιμάζεται για το πιο εντυπωσιακό φινάλε. «Αυτό δεν το κάνει κανείς στον κόσμο, τουλάχιστον εγώ δεν ξέρω», μας είχε πει λίγα λεπτά πριν ξεκινήσει. Μπαίνει στη θέση του οδηγού ενός μικρού κίτρινου αγωνιστικού αυτοκινήτου. Ένα αυτοσχέδιο με μηχανή 600 κυβικών, όπως μας είπε. Βάζει μπροστά και ο θόρυβος από τις εξατμίσεις πολλαπλασιάζεται στη σκηνή. Το φέρνει στον πάτο του βαρελιού σε ημιπλάγια θέση, ξεκινάει, αναπτύσσει ταχύτητα και τελικά οριζοντιώνεται. Ανάβει τα φώτα του αυτοκινήτου και σβήνουν τα φώτα της σκηνής, ενώ παράλληλα μία σειρήνα προκαλεί κλίμα πανικού. Το αγωνιστικό κινείται μέχρι τη στεφάνη του βαρελιού. Μόλις ανάβουν τα φώτα ένα κορίτσι έχει πιάσει και σφίγγει το χέρι της φίλης της. Οι άντρες έχουν πιάσει από τα χέρια τα παιδιά τους και απορούν με τους φίλους τους πώς το έκανε, καταφέρνοντας να κρύψουν ότι και αυτοί τρόμαξαν. Ο Σπύρος Βερούτης βγαίνει από το αυτοκίνητα μέσω χειροκροτημάτων, ευχαριστεί με μία υπόκλιση και βγαίνει από τη σκηνή, έτοιμος να ξεκινήσει πάλι την προαναγγελία μίας ακόμη παράστασης.
«Όταν τελειώνω το βράδυ, θέλω δύο ώρες να ηρεμήσω». Η γυναίκα του τον φιλάει μόλις βγαίνει από το βαρέλι. «Κάθε φορά φοβάμαι το ίδιο», μας λέει. Δείχνει να θέλει να τον ακολουθήσει και ο μικρός του σε αυτό που κάνει. Άλλωστε ήδη κινείται με ευκολία και μένει στον πάτο του βαρελιού βλέποντας τον πατέρα του να ρισκάρει τη ζωή του. «Η αγάπη του κόσμου είναι μοναδική, η ενέργειά του. Βλέπω τον ενθουσιασμό στα μάτια τους», υποστηρίζει. Γυρίζει πίσω στα μεγάλα πανηγύρια, τότε που πήγαινε με τον πατέρα και τον αδερφό του. Οι επιγραφές έξω από τη σκηνή γράφουν Veroutis acrobatic team. «Τώρα δεν έμειναν πολλά. Πρώτα είναι ο Άγιος Μάμας εδώ στη Χαλκιδική, κάθε χρόνο ερχόμαστε, μετά ο Αη Λιάς στην Κέρκυρα, η Λάρισα και η Σπάρτη και η εμφάνισή μας στο moto festival στο ΟΑΚΑ, να ‘ρθείτε».
Μιλώντας, του θυμίζουμε -μαζί με τον γύρο του θανάτου- και άλλους θρύλους των ελληνικών πανηγυριών και λούνα παρκ. Τον Σαμψών, που με το στόμα του κινούσε φορτηγό και με το κεφάλι του έσπαγε βράχους. Τη γυναίκα–γορίλα που έκανε θραύση. «Ήταν φίλοι με τον πατέρα μου, μαζί τους μεγάλωσα. Όμως το κράτος αυτό δεν το θεωρεί παράδοση. Δεν έμειναν άλλα. Μόνο ο γύρος του θανάτου».